-
1 бригада
бригада ж η ομάδα το συνεργείο (рабочая)' \бригада коммунистического труда η ομάδα κομουνιστικής δουλειάς* * *жη ομάδα; το συνεργείο ( рабочая) -
2 бригада
η ομάδα, το συνεργείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бригада
-
3 партия
-и θ.1. το κόμμα•коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•
социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•
привая партия δεξιό κόμμα•
левая партия αριστερό κόμμα•
член -и μέλος του κόμματος•
принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.
2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.
3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.
4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•отыгранная партия η ρεβάνς.
|| οι παίχτες ενός παιγνιδιού.5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.6. γάμος•неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•
она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.
εκφρ.сделать ή составить выгодную ή хорошую -ю – παλ. καλοπαντρεύομαι•состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι. -
4 бригада
бригад||аж1. воен. ἡ ταξιαρχία:танковая \бригада ταξιαρχία τάνκς;2. (производственная группа) τό συνεργείο, ἡ ὁμάδα:тракторная \бригада τό συνεργείο ὁδηγών τρακτέρ; \бригада коммунистического труда ἡ ὁμάδα κομμουνιστικής δουλειάς; поездна́я \бригада τό προσωπικό τοῦ τραίνου. -
5 партия
парти||яж1. полит τό κόμμα:Коммунистическая партия Советского Союза τά Κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης· социалистические и рабочие \партияи τά σοσιαλιστικά καί ἐργατικά κόμματα· член \партияи τό μέλος τοῦ κόμματος· принимать в \партияκ> δέχομαι στό κόμμα·2. (группа людей) τό συνεργεῖο[ν], ἡ ἀποστολή, ἡ ὁμάδα, ἡ γκρούππα:\партия туристов ἡ ὁμάδα περιηγητών3. (товара) ἡ παρτίδα·4. (в игре) ἡ παρτίδα:\партия в шахматы ἡ παρτίδα σκακιοῦ·5. муз. ἡ μουσική παρτίδα·6. (женитьба, брак) уст. ὁ γάμος:сделать хорошую \партияю καλοπαντρεύομαι. -
6 группа
1. (совокупность чего-л., объединённых общим признаком, свойством и т.п. совокупность лиц связанных общей целью идеей и т.п.)η ομάδαсиловая - ав. το συγκρότημα ισχύος2. муз. το συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > группа
-
7 полеводческий
полевод||ческийприл:\полеводческийческая бригада τό συνεργείο καλλιέργειας, ἡ ὁμάδα καλλιεργητών.
См. также в других словарях:
συνεργείο — το 1. ομάδα ατόμων που συνεργάζονται σε κάποιο ειδικό έργο: Το συνεργείο τους ανέλαβε τη μεταφορά υλικών. – Έφτασαν αργά τα συνεργεία διάσωσης. 2. μηχανουργείο: Άφησε το αυτοκίνητό του στο συνεργείο για επισκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργείο — το / συνεργεῑον, ΝΜΑ, και συνέργιν Μ, και συνέργειον και συνέργιον Α [συνεργός] ομάδα εργατών που δουλεύουν στην ίδια εργασία νεοελλ. χώρος στον οποίο εργάζονται εργάτες και τεχνίτες καθώς και το σύνολο τών μηχανημάτων και εργαλείων που… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τακίμι — το (λ. τουρκ.) 1. σύνολο πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (εργαλείων, σκευών κτλ.). 2. ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και σύγχρονα, συνεργείο, βάρδια: Αν φύγουν τρεις απ το τακίμι, δε γίνεται ξεφόρτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)